Στην έρημη ακτή της Αλικαρνασσού
ο φλοίσβος νανουρίζει
το κουφάρι του νηπίου Αϊλάν,
που σπαραχτικά
ολοένα ξεβράζει το κύμα.

Χιλιάδες πρόσφυγες από εμπόλεμες ζώνες
βαδίζουν σκυφτά,
διασχίζοντας αρχαίας θλίψης κτερίσματα,
ρινίσματα ονείρων αλουμινίου.

Ναυαγοί στο πέλαγος,
με τη μνήμη βομβαρδισμένη
από τη μυρωδιά
καμένου σίδερου και σάρκας,
στον απόηχο από το ρόισμα
των μεγάλων λεωφόρων.

Τις νύχτες τ' αγρίμια
θρηνούν τους πρόσφυγες,
καθώς θλιμμένες υφάντρες
ουράνιου τόξου,
λύνουν τις κλωστές,
να υφάνουν
διάφανη εσθήτα σιγαλιάς,
με στημόνι
από μούσκλια και χιόνι.


Κάθε αυγή στρατιές προσφύγων
ξεβρασμένων από τη θάλασσα, νεκρών,
επιστρέφουν.
Κορμιά με σκορπιούς στις ουλές,
γερόντισσες που θηλάζουν βρέφη διαμελισμένα,
έφηβοι αυτόχειρες,
διασχίζουν τη μελαγχολία, έρημα τοπία
και αποθέτουν ένα κλωνάρι ελιάς
στην καρδιά της θλιμένης πατρίδας.

Στις ωδίνες του εικοστού πρώτου αιώνα
χιλιάδες πρόσφυγες,
χιλιάδες μετανάστες,
χιλιάδες νεκροί,
άμαχοι, αλυσοδεμένοι σ' ένα μίσχο
απορίας,
λεηλατημένοι, φυματικοί,
από τις χιονισμένες οροσειρές
εγκατάλειψης,
παρατάσσονται εμπρός μας.

Ο Αϊνστάιν στο καμένο φως
υπογράφει ΕΙΡΗΝΗ.

Ο Πάμπλο Νερούδα απαγγέλλει
«Μπολιβάρ» στις μεγάλες πλατείες.

Ο Αλβέρτος Σβάιτσερ
στα ερείπια ορθώνει νοσοκομεία.

Και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
σαν λυγμός,
ξεπηδάει απ' τα μνήματα
και ηγείται εσταυρωμένων.
Γιώγια Σιώκου